Библейское слово "διηκει" в греческих словарях

διηκει [diikei]
Лексема: διήκω
Кол-во: 1
Дворецкий И.Х. [e]

διήκω — проходить

проходить

δι-ήκω

1) проходить, распространяться, проникать (διήκει πόλιν στόνος Aesch.; θόρυβος διῆξε τοῦ δήμου Plut.): ~ πάντας Soph. стать общеизвестным; ἡ διὰ πάντων διήκουσα δύναμις Arst. сила, наполняющая собой вселенную;

2) доходить, простираться, достигать (ἐκ θαλάσσης τῆς Βορηΐης ἐπὶ τὴν νοτίην, μέχρι Ἠρακλέων στηλέων Her.; ἐς τὸ ἔσω καὶ ἐς τὸ ἔξω Thuc.; εἰς τὸν πόντον, πρὸς τοὺς ἄλλους, ἐπὶ τὰ κάτω Arst.; εἴς τινα Plut.).