Библейское слово "διετρεχεν" в греческих словарях

διετρεχεν [dietrechen]
Лексема: διατρέχω
Кол-во: 1
Дворецкий И.Х. [e]

διατρέχω — пробегать

пробегать

δια-τρέχω (fut. διαδραμοῦμαι, aor._2 διέδρᾰμον)

1) пробегать (ἰχθυόεντα κέλευθα Hom.; στρατόπεδον Thuc.; τὰ μεταξύ Plut.): διατρέχοντες ἀστέρες Arph. блуждающие звёзды; ὅτι τάχιστα διαδραμεῖν τὸν λόγον Plat. поскорее произнести речь; ἅπαντα τὸν βίον διαδραμεῖν Plat. прожить свою жизнь до конца;

2) распространяться, проноситься (θροῦς διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Plut.; νεφέλαι διέδραμον ἄλλυδις ἄλλαι Theocr.);

3) проделать: τὰ ἡδέα ἐν τῇ νεότητι διαδραμόντες Xen. испытав в юности наслаждения;

4) проникать (πληγὴ μέχρι τῶν κάτω διαδραμοῦσα Plut.).