δια-τρέφω (fut. διαθρέψω) прокармливать, питать, содержать (τὴν οἰκίαν πᾶσαν ἀπό τινος Xen.; στρατιάν Isocr.; τοὺς συνήθεις Plut.): διατρέφεσθαί τινι Thuc. и ἀπό τινος Xen. кормиться чем-л.