δια-τᾰράσσω, атт. διατᾰράττω приводить в полное замешательство (τινά Xen., Plat., Plut.; τὰ πράγματα Plut.; φαίνεσθαι φοβερὰ καὶ ~ Arst.; μὴ διαταραττόμενοι ἐν ταῖς τοῦ βίου μεταβολαῖς Isocr.).