Библейское слово "διερρηχοτες" в греческих словарях

διερρηχοτες [dierrichotes]
Лексема: διαρρήγνυμι
Кол-во: 4
Дворецкий И.Х. [e]

διαρρήγνυμι — разрывать

разрывать

δια-ρρήγνῡμι (fut. διαρρήξω)

1) разрывать, прорывать (πλευρὰν φασγάνῳ Soph.; τὰς χορδάς Plat.; τὴν γαστέρα τῆς μητρός Arst.; med. in_tmesi ἐπάλξεις Hom.);

2) разрываться, лопаться (διερρωγυῖαι χορδαί Plat.; ἀράχνιον διερρωγός Arst.; διερρωγὼς χιτών Plut.; перен. ~ ὑπὸ φθόνου Luc.): οὐδ᾽ ἂν σὺ διαρραγῇς ψευδόμενος! Dem. хоть ты разорвись от своей лжи!; διαρραγείης! Arph. чтоб ты лопнул!