δια-ρρήγνῡμι (fut. διαρρήξω)
1) разрывать, прорывать (πλευρὰν φασγάνῳ Soph.; τὰς χορδάς Plat.; τὴν γαστέρα τῆς μητρός Arst.; med. in_tmesi ἐπάλξεις Hom.);
2) разрываться, лопаться (διερρωγυῖαι χορδαί Plat.; ἀράχνιον διερρωγός Arst.; διερρωγὼς χιτών Plut.; перен. ~ ὑπὸ φθόνου Luc.): οὐδ᾽ ἂν σὺ διαρραγῇς ψευδόμενος! Dem. хоть ты разорвись от своей лжи!; διαρραγείης! Arph. чтоб ты лопнул!