Библейское слово "διεπεις" в греческих словарях

διεπεις [diepeis]
Лексема: διέπω
Кол-во: 1
Дворецкий И.Х. [e]

διέπω — делать

делать

δι-έπω (impf. διεῖπον)

1) делать, совершать, вести (τὸ πλεῖον πολέμοιο Hom.): γόοις διέπεσθαι Eur. разливаться в жалобах;

2) устраивать, создавать (ἱππιοχάρμας τε κλόνους πόλεών τ᾽ ἀναστάσεις Aesch.; ἀγῶνα ἐν Ὀλυμπίῃ Her.; ὁ τὸ σύμπαν διέπων θεός Arst.);

3) управлять, направлять, вести (τὰ πρήγματα Her.; τὴν ἀρχὴν ὡς ἐπίτροπος Plut.);

4) разгонять (σκηπανίῳ ἀνέρας Hom.).