δια-κομίζω переправлять, перевозить, доставлять (σταδίους πέντε καὶ τεσσεράκοντα Her.; τινὰ ἐς νῆσον Thuc.; εἰς Καρχηδόνα τοὺς θύννους Arst.; ἐκ Λιβύης διακομισθείς Plut.): διακομίζεσθαι παῖδας καὶ γυναῖκας Thuc. перевозить с собой детей и жён; pass. переезжать (εἰς ἀγριώτερον ἔτι τόπον Plat.).