Библейское слово "διεδιδρασκον" в греческих словарях

διεδιδρασκον [diedidraskon]
Лексема: διαδιδράσκω
Кол-во: 1
Дворецкий И.Х. [e]

διαδιδράσκω — разбегаться

разбегаться

δια-διδράσκω, ион. διαδιδρήσκω (ион. fut. διαδρήσομαι) разбегаться, убегать (νεανίαι διαδεδρακότες Arph.; ἐκ τοῦ στρατοπέδου Plut.): ~ τινά Her. убегать от кого-л.