δια-μερίζω разделять, распределять (τι Plat.; τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ σῶμα Arst.): διαμερισθεὶς κατὰ μῆνα Arst. распределённый помесячно; med. делить между собой (τὰ ἱμάτιά τινος NT).