δια-κοπή ἡ
1) глубокий порез, рубец (διακοπαὶ καὶ τραύματα Plut.);
2) канал, канава (κατὰ τὴν διακοπὴν γέφυραν κατασκευάζειν Polyb.);
3) отсечение (διακοπὰς ἐπ᾽ ἄκραις ταῖς λογχαῖς φέρειν Diod.).