δια-διδράσκω, ион. διαδιδρήσκω (ион. fut. διαδρήσομαι) разбегаться, убегать (νεανίαι διαδεδρακότες Arph.; ἐκ τοῦ στρατοπέδου Plut.): ~ τινά Her. убегать от кого-л.
διαδράς Her. part. aor. к διαδιδράσκω.