δια-βαίνω (fut. διαβήσομαι, aor._2 διέβην, pf. διαβέβηκα)
1) широко расставлять ноги (ἐκκλίνειν καὶ διαβεβηκέναι Arst.; κολοσσοὶ διαβεβηκότες Plut.): εὖ διαβάς Hom. прочно упёршись (в землю) расставленными ногами; μεγάλα ~ Arst.; Luc. широко шагать;
2) переходить (τάφρον Hom.; ἐπὶ κλίνην ἀπὸ κλίνης Plut.; перен. διαβῆναι ἐξ ἄλλου γένους εἰς ἄλλο Arst.);
3) пересекать, переплывать (ποταμόν Her., Xen., Plut. и διὰ ποταμοῦ Xen.; τὸν Εὐρώταν Plut.);
4) переправляться, переезжать (ἐς Ἤλιδα διαβήμεναι Hom.; ἄνευ γεφυρῶν Xen.; εἰς τὴν νῆσον Arst.; εἰς Ἀσίαν ἐξ Εὐρώπης Plut.; πρὸς τὸ τῆς Ἄγρας, sc. ἱερόν Plat.);
5) обращаться (τῷ λόγῳ ἔς τινα Her.);
6) превосходить, превышать (τῇ δυνάμει τοῦ λόγου Plut.).