δημι-ουργός, эп. ион. δημιο-εργός ὁ
1) мастер, знаток, специалист (οἱ δημιοεργοὶ — μάντις ἢ ἰητὴρ κακῶν ἢ τέκτων δούρων ἢ καὶ θέσπις ἀοιδός Hom.; σοφίας Plat.; ἀρετῆς Arst.);
2) ремесленник, мастеровой (ἄνδρες δημιοεργοὶ μέλι ἐκ πυροῦ ποιεῦσι Her.; δημιουργοὶ οἷον ὑφάντης καὶ ναυπηγός Arst.; ὀψοποιοὶ καὶ δημιουργοί Plut.): πρῶτος ἀποκρίνας χωρὶς εὐπατρίδας καὶ γεωμόρους καὶ δημιουργούς Arst. ap. Plut. (Тесей), впервые обособивший (сословия) родовой знати, земледельцев и ремесленников; ὄρθρος ~ Hes. восход, зовущий к труду;
3) создатель, творец (λόγων Aeschin.; νυκτός τε καὶ ἡμέρας Plat.; νόμων Arst.; ποιημάτων Plut.; πόλις, ἧς τεχνίτης καὶ ~ ὁ θεός NT);
4) виновник, зачинщик (κακῶν Eur.);
5) (в дор. государствах — высшее должностное лицо) демиург (οἱ ἐν Ἤλιδι δημιουργοί Thuc.; οἱ δημιουργοὶ τῶν Ἀχαιῶν Polyb.).