Библейское слово "δηγματα" в греческих словарях

δηγματα [digmata]
Лексема: δῆγμα
Кол-во: 2
Дворецкий И.Х. [e]

δῆγμα — укус

укус

δῆγμα, ατος τό [δάκνω] укус (τῶν φαλαγγίων Xen.; δήγματα θανάσιμα Arst.; ἀκολάστων γυναικῶν Plut.; перен. λύπης Aesch.; ἔρωτος Soph.).