Библейское слово "δηγμασιν" в греческих словарях

δηγμασιν [digmasin]
Лексема: δῆγμα
Кол-во: 1
Дворецкий И.Х. [e]

δῆγμα — укус

укус

δῆγμα, ατος τό [δάκνω] укус (τῶν φαλαγγίων Xen.; δήγματα θανάσιμα Arst.; ἀκολάστων γυναικῶν Plut.; перен. λύπης Aesch.; ἔρωτος Soph.).