I γνώριμος 2 и 3
1) известный, знакомый (γνώριμα λέγειν Plat.): ὀνόματα γνώριμα ἢ πεποιημένα Arst. имена известные (т._е. действительные) или вымышленные;
2) понятный, доступный (γνώριμα μαθεῖν Isae.; παράκλησις βραχεῖα καὶ ~ τοῖς ἀκούουσιν Polyb.);
3) знакомый, состоящий в знакомстве Plat., Dem.;
4) известный, знаменитый (ἄνδρες Arst.; ἔνδοξος καὶ ~ Dem.).
II γνώριμος ὁ
1) знакомец, знакомый (ἑταῖρος ἢ ~ ἄλλος Hom.; συνήθεις καὶ γνώριμοι Plat.; ἢ φίλος ἢ ~ Dem.);
2) последователь, ученик, слушатель (γνώριμοι καὶ μαθηταί Plut.);
3) известный человек, знаменитость (Πλάτων καὶ Σωκράτης καὶ ἕτεροι τῶν γνωρίμων Arst.);
4) знатный человек; pl. знать (ὁ δῆμος καὶ οἱ λεγόμενοι γνώριμοι Arst.; γνώριμοι καὶ πλούσιοι Plut.).