βρόμος ὁ
1) треск, шум (πυρὸς αἰθομένοιο Hom.; βρόμοι καὶ ὀλολυγμοί Plut.);
2) грохот, рокот, гул (κεραυνού Pind.; βροντῆς Eur.; σείειν τὴν γῆν μετὰ βρόμου Arst.; ἐκ τῶν χασμάτων Diod.);
3) гудение, звуки (αὐλῶν HH; τυμπάνων Anth.);
4) свист, вой (ἀνέμων Anth.);
5) рёв (ἱππικῶν φρυαγμάτων Aesch.).