βοτάνη, дор. βοτάνᾱ (τᾰ) ἡ
1) подножный корм, пастбище Hom., Eur., Plat., Theocr.: ~ ἁ λέοντος Pind. = Νεμέα;
2) трава (μέσον δενδρων καὶ βοτανῶν Arst.).