ἀριστερός 3 (ᾰ)
1) левый (ὦμος, ἵππος Hom.; τὸ ἀριστερὸν τοῦ οὐρανοῦ Arst.);
2) роковой, зловещий (ὄρνις Hom.). — см. тж. ἀριστερά I и II.