ἀπο-ρροή ἡ
1) поток, струя (αἴματος ἀπορροαί Eur.; sc. τοῦ ὕδατος Xen.);
2) истечение, выделение (τοῦ κάλλους Plat.; ἡ ὀσμὴ ~ τίς ἐστιν Arst.; ὀφθαλμίας Plut.).