ἀπο-θήκη ἡ склад, хранилище (τοῖς σκεύεσι Thuc.; τῆς πολυπραγμοσύνης Plut.; βιβλίων Luc.): ~ σωμάτων Luc. место погребения; ἀποθήκην ποιεῖσθαι ἔς τινα Her. обеспечить себе убежище у кого-л.