ἀπο-διδράσκω, ион. ἀποδιδρήσκω (fut. ἀποδράσομαι, aor._2 ἀπέδραν)
1) тайно убегать, незаметно ускользать (νηός и ἔκ νηός Hom.; ἐκ τῆς Σάμου и ἐς Σάμον Her.; ἐκ Θουρίων εἰς Πελοπόννησον, τοὺς φύλακας Plut.): τὸ ἀποδιδράσκοντα μὴ δύνασθαι ἀποδρᾶναι Plat. неудачная попытка скрыться;
2) уклоняться, избегать (τινά Her., Thuc.; τι Soph., Dem., Plut.);
3) обходить (τὸν νόμον Arst.);
4) переходить (ἀπὸ τῶν νοητῶν ἐπὶ τὰ αἰσθητά Plut.).