ἀ-οίκητος 2
1) необитаемый, безлюдный (Λιβύη Her.; χώρα Isocr.; πόλις Plat.; τόποι Arst.; ἐρημία Plut.);
2) бездомный (ἀοίκητον ποιεῖν τινα Dem.; ~ ἑστώς Luc. — v._l. ἄοικος).