ἀν-ίᾱτος 2 (ῑ)
1) неизлечимый (ἕλκος Plat.; νόσημα, ἔρως Plut.);
2) неисправимый (πολίτης Plat.; κακοί Arst.);
3) непоправимый (πράγματα Plat.; κακά Aeschin.);
4) смертельный (φάρμακον Plut.).