ἀν-αιδής 2
1) бесстыдный, наглый (προΐκτης, μνηστῆρες Hom.; θρέμμα Soph.; λόγος Isae., Arph.);
2) дерзкий, смелый (ἐλπίς Pind.);
3) безжалостный, жестокий, страшный (κυδοιμὸς δηϊοτῆτος, λᾶας, sc. Σισύφου Hom.; πότμος Pind.; ἔργα Soph.; ὀδόντες Theocr.).