I ἀ-μίαντος 2 незапятнанный, чистый (φάος Pind.; σῶμα Plut.): ~ περί τινος Plat. не запятнанный чем-л.
II ἀμίαντος ἡ (sc. ἅλς) море: παῖδες τᾶς ἀμιάντου Aesch. = ἰχθύες.