ἄ-καρπος 2
1) бесплодный (πέδον Eur.; ὑστέραι Plat.; ὕλη Plut.; перен. λόγοι Plat.: λαλεά, ἀρετή, πρᾶγμα Plut.);
2) опустошительный, губительный (νόσος Aesch.).