ἅγιος 3 (ᾰ)
1) священный (ἱερόν Her., Xen.; πατρίς Plat.; ὅρκος Arst.);
2) посвящённый (ἱερὸν ἅγιον τοῦ Ποσειδῶνος Plat.; νηὸς Ἥρης ~ Luc.);
3) святой, благочестивый, праведный Arph. etc.