I ἄ-βυσσος 2
1) бездонный (πέλαγος Aesch.; Νείλου πηγαί Her.; λίμνη Arph.; Ταρτάρου χάσματα Eur.);
2) безмерный, бесчисленный, несметный (πλοῦτος Aesch.; ἀργύριον Arph.);
3) непостижимый, неисповедимый (ὄψις, sc. Διός Aesch.; πράγματα Luc.).
II ἄβυσσος ἡ бездна NT.