Ἡ μνήμη αὐτοῦ:25 Ἰανουαρίου (7 Φεβρουαρίου), 30 Ἰανουαρίου (12 Φεβρουαρίου) (Σύναξις τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν)
Βιογραφία
Τὰ πρώτα βήματα στὴν χριστιανικὴ πορεία
Γεννήθηκε στὴ νοτιοδυτικὴ περιοχὴ τῆς Καππαδοκίας, στὸ Ἀριανζὸν (κοντὰ στὴν πόλη τοῦ Ναζιανζοῦ), περὶ τὸ 330 μ.Χ.
Κατὰ κυριολεξία, προερχόταν ἀπὸ οἰκογένεια Ἁγίων: ὁ πατέρας του, Γρηγόριος, Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, ἡ μητέρα του Νόννα, ὁ ἀδελφός του Καισάριος καὶ ἡ ἀδελφή του Γοργονία — ὅλοι τους ἀνακηρύχθηκαν Ἅγιοι μετὰ τὴν κοίμησή τους.
Ὁ βιολογικός του πατέρας, Γρηγόριος ὁ Πρεσβύτερος, κατὰ καὶρὸν ἦταν ἀκόλουθος τῆς αἱρέσεως τῶν Ὑψιστολάτρων, οἵτινες προσεκύνησαν τὸν Θεὸν ὡς Ὕψιστον, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἐδήλωσαν πίστη μιᾶς συγχύσεως χριστιανικῶν, Ἰουδαϊκῶν καὶ Περσικῶν διδασκαλιῶν. Προσηλυτίσθηκε στὸν Χριστὸ μέσα ἀπὸ τὰς προσευχὰς τῆς συζύγου του, Νόννας, βαθύπιστης καὶ ζηλωτῆς χριστιανῆς. Ὑπὸ τὴν εὐεργετικὴ της ἐπιρροή, ἐδέχτη τὸ Βάπτισμα. Σύντομα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, καὶ ὕστερον ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ.
Πρὶν ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ νεωτέρου Γρηγορίου, τοῦ μελλοντικοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἡ Νόννα προσευχόταν μετὰ ζήλου στὸ Θεὸ νὰ τῆς δώσει υἱὸ καὶ ὑπεσχέθη ὅτι, ἂν ἐπακουσθῇ ἡ δέησή της, θὰ ἀφιερώσει τὸ παιδὶ στὸν Θεό. Ὁ υἱὸς ἐδόθη, καὶ ἡ ὑπόσχεση ἐπληρώθη.
Ἀπὸ νηπίου ὁ Γρηγόριος ὁ Νεώτερος ἀνετράφη στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον. Τὴν στοιχειώδη παιδεία, συμπεριλαμβανομένης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἔλαβε στὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον. Χάρη στὴν ἐπιρροὴ τῆς μητέρας του, ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀποφάσισε νὰ ζήσει ἄγαμο καὶ θεοσεβῆ βίο.
Καθὼς μεγάλωνε, σπούδασε στὰ καλύτερα σχολεῖα τῆς ἐποχῆς: στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ στὰ Ἀθῆνα. Ἡ παιδεία του δὲν ἦταν φθηνή, ἀλλὰ ἡ οἰκονομικὴ κατάσταση τῶν γονέων του τὸ ἐπέτρεψε.
Στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας ὁ Γρηγόριος γνώρισε τὸν μελλοντικὸ Οἰκουμενικὸν Διδάσκαλο, Ἅγιο Βασίλειο τὸν Μέγαν. Ἡ γνωριμία τους συνεχίσθηκε κατὰ τὰ φοιτητικὰ χρόνια στὰ Ἀθῆνα καὶ ἐξελίχθηκε σὲ στενὴ φιλία.
Ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὰ Ἀθῆνα (περὶ τὸ 358 μ.Χ.), ὁ Γρηγόριος ἐβαπτίσθη καὶ ἀφιερώθηκε στὴν ἀσκητικὴ ζωή: νηστεία, προσευχή, θεολογία καὶ θεωρία. Σ' αὐτὴν τὴν περίοδο ἐπεσκέφτη τὸν Πόντο, ζητώντας συντροφιά καὶ κοινὰ ἀσκητικὰ κατορθώματα μὲ τὸν φίλο καὶ ὁμοψύχο του Βασίλειο. Ἕνα ἀπὸ τὰ καρποφόρα ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς συνεργασίας ἦταν τὸ ἔργο «Φιλοκαλία», ποὺ περιελάμβανε ἐκλογές καὶ περικοπὲς ἀπὸ τὰ συγγράμματα τοῦ διαβόητου ἐκκλησιαστικοῦ διδασκάλου Ὠριγένους.
Περὶ τὸ 360 μ.Χ., ὁ Γρηγόριος ὁ Πρεσβύτερος, πατέρας τοῦ Θεολόγου, μὴ κατανοῶν τὶς λεπτομέρειες τῆς τότε διαδεδομένης αἱρετικῆς ἀρειανῆς διδασκαλίας, ὑπέγραψε Ἀρειανὸ Σύμβολο, προκαλώντας τὴν δυσαρέσκεια τῶν Ὀρθοδόξων τῆς ποίμνης του. Πολλοὶ ἦταν ἕτοιμοι νὰ ἀποσχισθοῦν ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό τους. Τότε, ὁ Γρηγόριος ὁ Νεώτερος κατόρθωσε νὰ διασαφήσει τῷ πατρὶ τὸ λάθος του καὶ νὰ δείξει τὴν ἀσυμφωνία τοῦ ὑπογεγραμμένου Συμβόλου μὲ τὸ Νικαϊτικό. Ὡς ἐπακόλουθο, ὁ Γρηγόριος ὁ Πρεσβύτερος ἀναγνώρισε δημοσίως τὴν πλάνη του, καὶ ἡ τάξη ἀποκαταστάθηκε.
Ἱερατικὴ καὶ Ἐπισκοπικὴ Διακονία
Τοῦ 361 μ.Χ., τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, ὁ Γρηγόριος, παρὰ τὰς ἀντιρρήσεις του, χειροτονήθη πρεσβύτερος. Διὰ ταπείνωσιν ἦταν ἀντίθετος πρὸς τὴν χειροτονίαν, ἀλλὰ πάλιν διὰ ταπείνωσιν δὲν ἐτόλμησε νὰ ἀντισταθῇ εἰς τὸ θέλημα τοῦ Ἀρχιερέως, τοῦ πατρός του. Λυπημένος ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάστασιν, ὁ Γρηγόριος ἀπῆλθεν εἰς τὸν Πόντον, πρὸς τὸν Βασίλειον. Ὁ τελευταῖος εὗρε τὰ κατάλληλα λόγια παρηγορίας καὶ ἐνθάρρυνεν τὸν παλαιὸν φίλον.
Πρὸς τὸ Πάσχα τοῦ 362 μ.Χ., ὁ πατὴρ Γρηγόριος ἐπανῆλθεν εἰς τὸν Ναζιανζὸν καὶ ἤρξατο νὰ ἐκπληρῶ τὸν ποιμαντικὸν του ἀγῶνα. Ἀπὸ τότε παρέμεινε πιστὸς στὴν ποίμνην του καὶ κατὰ τὸ δυνατὸν βοήθησε τὸν πατέρα του, Γρηγόριο τὸν Πρεσβύτερο, στὴν ἐπισκοπικὴ του διακονία.
Ὅταν τὸ 370 μ.Χ. ὁ Βασίλειος ὁ Μέγας ἐχειροτονήθη Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας, διὰ τὴν καλλίτερη διοίκησιν τῆς ποίμνης καὶ τὸν ἀγῶνα κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ἤρξατο νὰ ἱδρύῃ νέας ἐπισκοπικάς ἐδράς. Στὴν περίοδο αὐτὴν ἐχρῄαζετο ζηλωτῶν καὶ θεολόγων ποιμένων.
Κατὰ τὸν σκοπὸν αὐτοῦ, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἔστησε τὸν φίλον του, Γρηγόριο, ὡς Ἐπίσκοπον Σασίμων. Ἦτο τὸ ἔτος 372 μ.Χ. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, καίπερ συνειδητοποιῶν τὴν σπουδαιότητα τοῦ βήματος ταύτου ἀπὸ τὴν πλευρὰν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, καὶ συγκατατεθεὶς, ὅμως, ὡς καὶ στὴν χειροτονίαν αὐτοῦ εἰς τὸ ἱερατικὸν ἀξίωμα, ὑπετάχθη μὲ δισταγμὸν καὶ κατόπιν ἀνεχώρησεν εἰς ἔρημον τόπον, ὅπου ἀφιερώθη εἰς θεωρητικὴν προσευχήν.
Μετὰ χρόνον, ὁ Γρηγόριος ὁ Πρεσβύτερος ἔπεισε τὸν υἱόν του νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν Ναζιανζόν. Ὁ τελευταῖος ἐπανῆλθεν, ἀλλὰ μὲ τὸν ὅρον νὰ μὴ γίνῃ διάδοχος τοῦ πατρός του ἐπὶ τῆς θρόνου.
Τοῦ 374 μ.Χ., ἐκοιμήθη ὁ πατὴρ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, καὶ μετ’ ὀλίγον καὶ ἡ μήτηρ. Εἰσελθοῦσα εἰς τὸν ναόν, ὅπου ἐλειτούργησαν καὶ ὁ σύζυγός της καὶ ὁ ἀγαπητὸς υἱός της, καὶ πλησιάσασα πρὸς τὸ Ἁγίασμα, αἰφνιδίως ἠισθάνθη τὴν ἐγγίζουσαν τελευτήν, προσηύξατο καὶ παρέδωκε τὴν ψυχήν της τῷ Θεῷ. Ταῦτα φυσικῶς ἐπήρρευσαν ἐπὶ τῆς ψυχικῆς καταστάσεως τοῦ Γρηγορίου. Ἐπὶ μικρὸν διηύθυνε τὰ τοῦ πατρός του, ἀλλὰ σύντομα νοσήσας ἐβαρύνθη τόσον, ὥστε τινὲς νὰ ἀπελπίζωνται περὶ τῆς ἀναρρώσεώς του.
Τοῦ 375 μ.Χ., ἀναρρωθεὶς ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν καὶ ἐπιθυμῶν νὰ ζήσῃ ἡσυχαστικῶς, ἀνεχώρησεν εἰς Σελεύκειαν τὴν Ἰσαυρικήν. Ἐκεῖ ἔζη ὡς ἐν φυλακῇ ἑαυτοῦ. Δεινὴν λύπην τοῦ προξένησεν ἡ ἀγγελία τῆς κοίμησης τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (379 μ.Χ.).
Ἀγὼν κατὰ αἱρέσεως. Συγγραφικὴ Δραστηριότης
Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Βαλέντος, ποὺ ὑπεστήριζε τοὺς ἀρειανοὺς «κληρικούς», ἀνέβη ἐπὶ τοῦ θρόνου ὁ Θεοδόσιος, ὁ ὁποῖος εὐνοοῦσε τοὺς Ὀρθοδόξους.
Τοῦ 379 μ.Χ., πιστοὶ πολῖτες τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπικαλέσθησαν τὸν Ἅγιο Γρηγόριο ζητῶντας βοήθειαν. Ὑπακούων τόσο εἰς τὰς συμβουλὰς τῶν φίλων του ὅσο καὶ εἰς τὸ αἴσθημα τοῦ ποιμαντικοῦ καθήκοντος, ἀφῆκε τὴν ἡσυχίαν καὶ ἔσπευσε πρὸς τὴν πρωτεύουσαν.
Ἡ θέα ἐκεῖ τὸν κατέστησε εἰς κατάστασιν δικαίου θυμοῦ: οἱ ναοὶ ἦσαν καταληφθέντες ὑπὸ τῶν Ἀρειανῶν, ἐνδοτερικῶς οἱ Ὀρθόδοξοι διηρέθιζον ἀσυμφωνίαν, καὶ τὰ ἤθη τῶν κατοίκων διέκειντο εἰς ἀσέλγειαν καὶ διαφθοράν. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἠναγκάσθη νὰ ζητήσῃ καταφύγιον ἀσφαλέστερον καὶ εὗρεν αὐτὸ ἐν ἰδιωτικῇ οἰκίᾳ.
Ὁ ζῆλος αὐτοῦ ὑπὲρ τοῦ Κυρίου, ἡ πίστις εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν, ἡ σωφροσύνη, ἡ παιδεία καὶ βεβαίως ἡ ρητορεία τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου δὲν ἠδύναντο νὰ μὴ ἐπιφέρουν ἀπόκρισιν εἰς τὰς καρδίας τῶν πολιτῶν. Ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴν τῶν νουθεσιῶν καὶ κηρυγμάτων του, οἱ ἄνθρωποι μεταμορφοῦντο. Πολλοὶ ἐκαίοντο ἐπιθυμίᾳ νὰ ἴδωσι καὶ νὰ ἀκούσωσι τὸν ζηλωτὴν ὑπερασπιστὴν τῆς πίστεως. Τόσον ταχέως ἡ δόξα τοῦ Ἁγίου ἐδιάδοσεν, ὥστε ἕλκειν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ κατοίκους ἀπὸ μακρινὰς κώμας.
Ταῦτα πάντα ἐξήγειραν ἐν τοῖς ἀκολούθοις τοῦ Ἀρείου ἐχθρικὰ καὶ ἐπιθετικὰ αἰσθήματα. Οἱ αἱρετικοὶ δὲν ὤκνησαν νὰ ὑφάνασιν ἐπιβουλὰς κατὰ τοῦ Ἁγίου, ἔως καὶ νὰ ἐπιχειρήσουν νὰ τὸν δολοφονήσωσιν.
Ὁ Θεοδόσιος, ἀφικνούμενος εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ 380 μ.Χ., ἐχρήσατο τῇ βασιλικῇ ἐξουσίᾳ καὶ παρέδωκε τοὺς ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν καταληφθέντας ναοὺς εἰς χεῖρας τῶν Ὀρθοδόξων. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, συνειδητοποιῶν τὴν ἀνάγκην τῆς προσωπικῆς παρουσίας, συγκατένευσε νὰ παραμείνῃ ἐν τῇ πρωτευούσῃ, ἕως οὗ συγκροτηθῇ τὸ προγραμματισθὲν Σύνοδον.
Δράσις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἐν τῇ Συνόδῳ Κωνσταντινουπόλεως
Αὕτη ἡ Σύνοδος, ἡ συγκροτηθεῖσα τῷ 381 μ.Χ. καὶ ληξάσα ὡς Β΄ Οἰκουμενική, ἔπρεπε νὰ τελειώσῃ τοὺς δογματικοὺς ἀγῶνας μεταξὺ Ἀρειανῶν καὶ Ὀρθοδόξων, ὅπερ καὶ ἐπράχθη.
Παρόντες ἐν τῇ Συνόδῳ ἦσαν ἐξέχοντες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ὁ Μελέτιος Ἀντιοχείας, ὁ Γρηγόριος Νύσσης καὶ ἄλλοι. Ἀναλογιζόμενοι τὰς ἐπιθυμίας τοῦ αὐτοκράτορος, τῆς πλειοψηφίας τοῦ κλήρου καὶ τῶν ἁπλῶν πιστῶν, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, καὶ μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Μελετίου Ἀντιοχείας, ἀνεκηρύχθη πρόεδρος τῆς Συνόδου.
Ἀλλ’ ἐνταῦθα παρενέβησαν οἱ ἀφιγμένοι ἐξ Αἰγύπτου ἀρχιερεῖς, οἵτινες ἤθελον νὰ ἴδωσιν ἐπὶ τοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου τὸν ἴδιον ὑποψήφιον. Ἐξῆψαν ἔριδα, καὶ εὑρέθη εὔλογος πρόφασις· ἀναφερόμενοι εἰς τὸν κανονικὸν κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὃς ἀπαγορεύει τὴν μετάβασιν ἐπισκόπου ἀπὸ μιᾶς ἐπισκοπῆς εἰς ἄλλην, ἀπέρριψαν ὡς ἄκυρον τὸν διορισμὸν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ὡς Ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Καίτοι ἡ ἰσχὺς τοῦ κανόνος, ψηφισθέντος ὑπὸ τῶν Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀνετράπη αὐτὸ τῷ διορισμῷ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ὑπὸ τῶν Πατέρων τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς, οἱ ἀντίδικοι ἐκράτησαν τῆς προφάσεως ταύτης. Μόλις δέ ἐδόθη ἡ εὐκαιρία, κατὰ τοῦ Γρηγορίου ἤρξαντο νὰ ἐκφέρωνται καὶ οἱ δυσαρεστημένοι διὰ τὴν πρὸς τοὺς Ἀρειανοὺς (ὡς πλανωμένους) ἐπιεικῆ στάσιν του, καὶ οἱ μὴ ἀνεχόμενοι τὴν αὐστηρότητά του ἐν τῇ ὑπὲρ τῆς καθαρᾶς πίστεως ἀγωνίᾳ.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἀλλότριος δόξης, πολλῷ μᾶλλον δὲ ἐπιβουλῶν, ἔκρινεν ἄμεινον νὰ παραιτηθῇ τῶν καθηκόντων Προέδρου τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἀποσυρθῇ ἀπὸ τὴν πόλιν. Πρὶν ἀποχωρήσῃ, ἔδωκε λόγον ἀποχαιρετιστήριον ἐνώπιον τῶν συνελθόντων, ἐν ᾧ ἐξέθετο τὴν χριστιανικὴν του θέσιν καὶ ἀπεκάλυψε τὴν ποιμαντικὴν του δικαιοσύνην.
Ἡ τελευταία περίοδος τοῦ βίου αὐτοῦ
Μετὰ χρόνον, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐπανῆλθεν εἰς τὸν Ναζιανζὸν καὶ ἀνέλαβε τὴν ποίμνην ἐκεῖ, μέχρις οὗ τῷ 383 μ.Χ. ἐχειροτονήθη ἐπὶ τῆς θρόνου τοῦ Ναζιανζοῦ ὁ Ἐπίσκοπος Εὐλάβιος.
Μετὰ τοῦτο, ὁ Ἅγιος μετῴκησεν εἰς τὴν πατρίδα του, τὸ Ἀριανζόν, ὅπου ἀφιερώθη εἰς προσευχὴν καὶ συγγραφικὴν δραστηριότητα.
Ἐν ἔτει 389 μ.Χ., ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ ἐν Κυρίῳ.
Διὰ τὴν ἁγιότητά του καὶ δικαιοσύνην βίου, καὶ διὰ τὴν λαμπρὰν καὶ ἀψευδῆ ἔκθεσιν ἐν τοῖς συγγράμμασιν αὐτοῦ τῆς περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ διδασκαλίας, ἡ Οἰκουμενικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐτίμησεν αὐτὸν μὲ τὴν ἐξαιρετικὴν ἐπωνυμίαν «Θεολόγος». Μὲ τοῦτο τὸ ὄνομα εἰσῆλθον εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν μόνον τρεῖς Ἅγιοι· ἐκτὸς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου — ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καὶ ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος.
Συγγραφικὴ Κληρονομία
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀφῆκεν ὀπίσω του πλούσιον συγγραφικὸν ἔργον, ἀποτελούμενον ἀπὸ:
245 ἐπιστολὰς
507 ποιήματα (γραμμένα ἐνίοτε κατὰ μίμησιν τοῦ Ὁμήρου, ἐν μορφῇ ἑξαμέτρων, πενταμέτρων καὶ τριμέτρων)
45 «Λόγους» (ὁμιλίας)
Τὰ συγγράμματά του διακρίνονται διὰ θεολογικὸν βάθος, ρητορικὴν ἀρετὴν καὶ πνευματικὴν ἔμπνευσιν, καταστήσαντα αὐτὸν ἕναν τῶν μεγαλυτέρων Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.